- ἀποργίζομαι
- V 0-0-0-0-1=1 2 Mc 5,17to be angry; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αποργίζομαι — ἀποργίζομαι (Α) οργίζομαι … Dictionary of Greek
ἀποργισθείς — ἀποργίζομαι to be angry aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)